- διώρυγα
- Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης.
Οι πλωτές δ. μπορεί είτε να ενώνουν θάλασσες, λίμνες ή ποταμούς είτε να πορεύονται παράλληλα προς φυσικά υδάτινα ρεύματα με προορισμό να τα υποκαταστήσουν ή να τα συμπληρώσουν. Έτσι, έχουν κατασκευαστεί σε διάφορες χώρες, ιδιαίτερα της Ευρώπης και της Αμερικής, εκτεταμένα δίκτυα δ., που καθιστούν δυνατή τη διάπλευση, ακόμα και με πλοία μεγάλου εκτοπίσματος, από μία θάλασσα σε άλλη ή από μία θάλασσα σε μεγάλες λίμνες. Στις περιπτώσεις αυτές είναι αναγκαία η κατασκευή ειδικών εγκαταστάσεων για να υπερπηδηθούν οι διαφορές στάθμης, είτε κατά την άνοδο είτε κατά την κάθοδο. Αυτό επιτυγχάνεται με τις λεγόμενες δεξαμενές επιπολής· πρόκειται για δεξαμενές με διπλό σύστημα θυρών, οι οποίες μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν. Οι θύρες αυτές βρίσκονται σε ένα τμήμα της δ. στο οποίο –αφήνοντας να εισρεύσει νερό για να φτάσει στην υψηλότερη στάθμη ή να εξέλθει για να φτάσει στη χαμηλότερη– μεταβάλλεται η στάθμη της δεξαμενής, επιτρέποντας έτσι στο πλοίο να υπερβεί, είτε κατά την άνοδο είτε κατά την κάθοδο, τη διαφορά της στάθμης και να συνεχίσει τον κανονικό πλου του. Το σύστημα προκαλεί αναγκαστικά κάποια καθυστέρηση, αλλά σήμερα διευκολύνεται με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας στον χειρισμό των θυρών. Οι σύγχρονες δ., όπως για παράδειγμα η δ. του Παναμά, είναι πλωτές ακόμα και για πλοία μεγάλων διαστάσεων, γεγονός που απαιτεί αντίστοιχα πολύ μεγάλες δεξαμενές και ισχυρές εγκαταστάσεις χειρισμού.
Οι παρακαμπτήριες δ., αντίθετα, χρησιμοποιούνται για να ρυθμίζεται η παροχή ενός ποταμού· συμβάλλουν επίσης στη ναυσιπλοΐα (παραποτάμιες δ.), ιδιαίτερα όταν αυτή δεν είναι δυνατή στον ποταμό, εξαιτίας ανεπάρκειας ή εύκολης μεταβολής του πυθμένα.
Άλλοι τύποι δ. αποσκοπούν στη μεταφορά υδάτων από ένα μέρος στο άλλο για μεγάλα υδραγωγεία, για γεωργικές χρήσεις ή για υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Οι δ. αυτές συνήθως δημιουργούνται με τη διαμόρφωση κοιλοτήτων στο έδαφος και έχουν τραπεζοειδή διατομή. Ανάλογα με τη φύση του εδάφους, οι πλευρές έχουν κατάλληλη κλίση για να μη γίνονται κατολισθήσεις. Αν κριθεί αναγκαίο, ενισχύονται με επενδύσεις τοιχοποιίας ή με προσχώσεις για να εμποδίζεται η διάβρωση και να σταθεροποιούνται οι όχθες. Η κλίση των δ. που απαιτείται για την κίνηση των υδάτων είναι, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, πολύ μικρή, για να μην προκληθούν επικίνδυνα φαινόμενα διάβρωσης στον πυθμένα και στις πλευρές. Η κλίση αυτή καθορίζεται ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους. Στις ορεινές περιοχές, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαία η κατασκευή σηράγγων, μερικές φορές μεγάλου μήκους, για να υπερπηδηθούν υψηλότερα εμπόδια (αυτές οι σήραγγες, με ελεύθερη επιφάνεια ύδατος, δεν πρέπει να συγχέονται με τους καταθλιπτικούς αγωγούς ή σήραγγες, όπου το νερό ρέει με πίεση). Όταν, αντίθετα, πρέπει να υπερπηδηθούν κοιλάδες, υδάτινα ρεύματα ή μεγάλα συγκοινωνιακά έργα, κατασκευάζεται μία γέφυρα, στο πάνω μέρος της οποίας τοποθετείται η δ. Η κατασκευή αυτού του είδους ονομάζεται διωρυγογέφυρα. Όσον αφορά την ύδρευση του πληθυσμού μιας περιοχής (υδραγωγεία), η χρήση των δ. είναι περιορισμένη σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην περίπτωση μεγάλων παροχών, ενώ συνηθέστερα χρησιμοποιούνται σωληνωτοί αγωγοί υπό πίεση. Αντίθετα, οι δ. χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε αγροτικές εφαρμογές, και ιδιαίτερα για την άρδευση και την αποξήρανση, οι οποίες γίνονται με ένα δίκτυο δ. που προορίζονται να απομακρύνουν τα στάσιμα νερά και να τα διανέμουν ομαλά για τις αρδεύσεις. Έτσι, μεγάλες εκτάσεις εξυγιαίνονται και γίνονται παραγωγικές.
Εκτός από τη δ. του Παναμά (εγκαίνια 1914, μήκος 81,3 χλμ.) που συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό, αξιοσημείωτα παραδείγματα πλωτών δ. μεταξύ δύο θαλασσών είναι η δ. του Σουέζ (1869, 161 χλμ.) μεταξύ της Μεσογείου και της Ερυθράς θάλασσας, η δ. της Κορίνθου (1893, 6,3 χλμ.), η οποία τέμνει τον ομώνυμο ισθμό και ενώνει το Αιγαίο με το Ιόνιο πέλαγος, η δ. του Κιέλου ή Νορντζεεκανάλ (1895, 98 χλμ.), η οποία ενώνει τη Βόρεια με τη Βαλτική θάλασσα στη βάση της χερσονήσου της Γιουτλάνδης.
Σημαντική αρτηρία για την εσωτερική συγκοινωνία αποτελούν τα μεγάλα έργα που πραγματοποιήθηκαν στον ποταμό Σεν Λόρενς, χάρη στα οποία τα πλοία μεγάλης χωρητικότητας που έρχονται από τον Ατλαντικό φτάνουν (από το 1959) κατευθείαν στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Ρωσία δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο δ. για την εσωτερική ναυσιπλοΐα, κυρίως στις ευρωπαϊκές περιοχές της. Σήμερα, με την ορθολογική εκμετάλλευση των μεγαλύτερων ποταμών, η Λευκή θάλασσα και η Βαλτική είναι ενωμένες με πλωτή οδό με την Κασπία θάλασσα και με τον Εύξεινο Πόντο.
Aεροφωτογραφία της διώρυγας του Παναμά (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Στα σχέδια αυτά παριστάνονται σχηματικά οι βασικές φάσεις, μέσω των οποίων ένα πλοίο υπερπηδά μία διαφορά στάθμης χρησιμοποιώντας δεξαμενές επιπολής. Όταν το πλοίο μπει στη δεξαμενή (1), κλείνει η πόρτα και εισρέει νερό (2)· με τον τρόπο αυτό το σκάφος ανυψώνεται στη στάθμη της ανώτερης διαδρομής της διώρυγας και τότε μπορεί να συνεχίσει τον πλου του (3). Σπουδαία διώρυγα αυτού του τύπου είναι του Παναμά.
Φωτογραφία της διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο (η σκούρα γραμμή από Β προς Ν) από δορυφόρο της NAΣA, τον Οκτώβριο του 1992 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Αεροφωτογραφία της διώρυγας της Κορίνθου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (AM διῶρυξ, ο, η)μεγάλο τεχνητό αυλάκι συνήθως πλωτό για την παροχέτευση υδάτων ή την αποκατάσταση τής συγκοινωνίας μεταξύ θαλασσών ή ποταμών, κανάλιαρχ.«κρυπτὴ διῶρυξ» — υπόγεια διάβαση.
Dictionary of Greek. 2013.